- παρότρυνσις
- παρ-ότρυνσις, ἡ, das Antreiben
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
παρότρυνση — η / παρότρυνσις, ύνσεως, ΝΜ [παροτρύνω] το να παροτρύνει κάποιος κάποιον άλλο, προτροπή, παρακίνηση … Dictionary of Greek